- ὀνειδισεῖ
- ὀνειδίζωcast infut ind mid 2nd sg (doric)ὀνειδίζωcast infut ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀνειδίσει — ὀνειδίζω cast in aor subj act 3rd sg (epic) ὀνειδίζω cast in fut ind mid 2nd sg ὀνειδίζω cast in fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπονείδιστος — ἀνεπονείδιστος, ον (Μ) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ονειδίσει, άψογος … Dictionary of Greek
ανονείδιστος — η, ο (Μ ἀνονείδιστος, ον) 1. αυτός που κανείς δεν μπορεί να ονειδίσει, να κατηγορήσει, άμεμπτος, άψογος 2. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν του έγινε επίπληξη … Dictionary of Greek